ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΡΙΕΤΙΕΣ: Αντί για αυξήσεις, διαγραφή της αμειβόμενης προϋπηρεσίας.

Η νομοθετική ρύθμιση (ν.5053/2023) προβλήθηκε ως ρύθμιση που επαναφέρει τις τριετίες από 1.1.2024.

Δόθηκε μάλιστα η εντύπωση ότι από τον Ιανουάριο του 2024 ξεκινάνε οι αυξήσεις των μισθών λόγω καταβολής των επιδομάτων τριετίας.

Τα πράγματα όμως είναι διαφορετικά.   

Πρώτα από όλα με τον όρο «τριετίες» εννοούμε την προσαύξηση των αποδοχών λόγω προϋπηρεσίας που συνήθως γινόταν κάθε τρία (3) χρόνια (επίδομα τριετίας)

Τί άλλαξε με τους μνημονιακούς νόμους 

Το 2012 με μνημονιακό νόμο (Π.Υ.Σ. 6/2012) ορίστηκε ότι από το 2012  και μετά (μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από 10%) σταματάνε να δίνονται νέες αυξήσεις μισθών λόγω προϋπηρεσίας (επιδόματα τριετίας, πολυετίας κλπ).

 Ήταν μια νομοθετική ρύθμιση που πρακτικά καθήλωσε για χρόνια τους μισθούς στο επίπεδο του 2012.

Πρέπει να προσέξουμε όμως ότι αν και «πάγωναν» οι αυξήσεις, ο χρόνος εργασίας συνέχισε να καταγράφεται ως προϋπηρεσία.

Τί προβλέπει η νέα ρύθμιση (5053/2023). Από το πάγωμα των αυξήσεων στην οριστική διαγραφή τους – Μια νόμιμη κλοπή της μισθωτής εργασίας.

Η νέα νομοθετική ρύθμιση που προβλήθηκε ως «ξεπάγωμα των τριετιών»  ορίζει  ότι θα  αμείβονται εκτός από τις τριετίες που συμπληρώθηκαν πριν το 2012 (αυτό που έτσι κι αλλιώς ίσχυε) και όσες συμπληρώνονται μετά την 1/1/2024.  

Το κύριο σημείο της ρύθμισης όμως είναι ότι το διάστημα εργασίας των δώδεκα (12) χρόνων από το 2012 έως και το 2023  ΔΕΝ θα υπολογίζεται στην διαμόρφωση των τριετιών.

Δηλαδή δώδεκα (12) εργασιακά χρόνια νομοθετούνται ως χαμένα  οριστικά, κάτι που δεν ίσχυε ούτε με τον μνημονιακό νόμο του 2012.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Αν ένας μισθωτός εργάζεται από το 2008 ως σήμερα, ο πραγματικός χρόνος εργασίας είναι 16 χρόνια δηλαδή  5 συμπληρωμένες τριετίες. Με την νέα νομοθετική ρύθμιση αναγνωρίζεται για τον συγκεκριμένο εργαζόμενο μόλις 1 τριετία (σαν να εργάστηκε μόνο 4 χρόνια) διαγράφοντας με τον νόμο  12 χρόνια εργασίας.

Αν ενεργοποιούταν κανονικά οι τριετίες ο συγκεκριμένος εργαζόμενος θα είχε κατοχυρωμένες 5 τριετίες (αυτό θα σήμαινε άμεσα αύξηση του μισθού).

Άλλες πλευρές της νομοθετικής ρύθμισης:

>Αν το 2027 η ανεργία είναι μεγαλύτερη του 10% αυτόματα αναστέλλονται οι αυξήσεις προϋπηρεσίας, ενώ οποιαδήποτε στιγμή η εκάστοτε Κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να αποφασίσει την άρση των προσαυξήσεων προϋπηρεσίας με βάση την εξέλιξη της ανεργίας και του πληθωρισμού. Δηλαδή δίνεται η απόλυτη ελευθερία για ακαριαίο εκ-νέου πάγωμα των τριετιών.

> Αν οι καταβαλλόμενες αποδοχές (π.χ. με ατομική συμφωνία) είναι μεγαλύτερες από τις νόμιμες τότε η διαφορά συμψηφίζεται με τις προσαυξήσεις από τις τριετίες.

Το συμπέρασμα είναι ότι η σημερινή Κυβέρνηση νομοθέτησε την «διαγραφή 12 ετών από τον χρόνο προϋπηρεσίας» έτσι ώστε οι προσαυξήσεις που θα προκύψουν να είναι μικρές να αφορούν λίγους εργαζόμενους και να αρχίσουν να δίνονται από το 2025 και πάντα με το ενδεχόμενο να αναιρεθούν.

ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η “διαγραφή των χρόνων προϋπηρεσίας” 2012-2023 που αναφέρουμε αφορά μόνο την αμοιβή των τριετιών και όχι άλλες περιπτώσεις όπως την αποζημίωση απόλυσης. Επίσης η προϋπηρεσία γενικά αναγνωρίζεται ανεξαρτήτου εργοδότη και ειδικότητας.

Το θέμα των τριετιών υποτιμήθηκε

Τα επιδόματα τριετίας είναι ένα ζήτημα που ενώ πλήττει καίρια την μισθωτή εργασία – μέσα από την απαξίωση της εργασιακής εμπειρίας – έχει υποτιμηθεί από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, ενώ σε συνδικαλιστικό επίπεδο δεν αναπτύχθηκε αγώνας με συγκεκριμένο και διακριτό αίτημα την επαναφορά των επιδομάτων ωρίμανσης. Η κατάσταση αυτή έδωσε το έδαφος στην Κυβέρνηση να νομοθετήσει την επαναφορά των τριετιών με τρόπο που αντί να αυξάνει τελικά να καθηλώνει τους μισθούς.

Μικρό απόσπασμα ομιλίας του Προέδρου του Σωματείου στο Συνέδριο του Ε.Κ.Α. τον Φεβρουάριο του 2023 – κριτική για την υποτίμηση των τριετιών από το συνδ. κίνημα ΕΔΩ

Η σημασία των προσαυξήσεων από τα επιδόματα τριετίας.

Τα επιδόματα ωρίμανσης (τριετίας, πολυετίας κ.α.) ήταν μια κατάκτηση των εργαζομένων γιατί μέσα από τα συγκεκριμένα επιδόματα αναγνωρίζονταν υλικά δηλαδή αμείβονταν η προϋπηρεσία. Η προϋπηρεσία είναι η εργασιακή εμπειρία η κύρια παραγωγική δύναμη και ο πιο σημαντικός παράγοντας για την ποιοτική παραγωγή προϊόντων και  υπηρεσιών.

Το πάγωμα των αυξήσεων που επιβλήθηκε από το 2012 και η νέα νομοθετική ρύθμιση του 2023, που όπως είπαμε διαγράφει από την αμειβόμενη προϋπηρεσία το διάστημα 2012 ως 2023, οδηγούν σε μισθολογική εξίσωση προς τα κάτω επικυρώνοντας πρακτικά την  κυριαρχία των νόμων της αγοράς στην διαμόρφωση του μισθού.

Οι ατομικές διαπραγματεύσεις παραμένουν μοναδική διέξοδος για βελτίωση του μισθού. Είναι ένας δρόμος που έχει αποδειχτεί ότι παράγει αδικίες, διαχωρισμούς, ανισότητες, παραιτήσεις και τελικά αποδιοργάνωση της εργασίας.

Το Σωματείο μας  έχει αναδείξει πολλές φορές την ανάγκη να επανέλθουν πλήρως τα επιδόματα ωρίμανσης σε συνδυασμό με την αύξηση του κατώτατου μισθού και την υποχρεωτική σύναψη Κλαδικών Συμβάσεων Εργασίας.

Στο παράρτημα που ακολουθεί παρουσιάζουμε τον τρόπο που διαμορφώνονται οι μισθοί.

Πρώτη κατηγορία εργαζομένων:   Οι εργαζόμενοι που προσλήφθηκαν στην σημερινή εργασία τους με όρους κατώτατου μισθού (χωρίς δηλαδή Συλλογική Σύμβαση σε ισχύ). Η ελάχιστη υποχρέωση των εργοδοτών σε αυτή την περίπτωση είναι να καταβάλλουν τον κατώτατο μισθό με προσαύξηση  10% (επίδομα γάμου στους έγγαμους/ες) και 10% για κάθε τριετία μέχρι 3 τριετίες.

Πίνακας 1, Η ελάχιστη υποχρέωση αμοιβής (σε μεικτά) με βάση τον κατώτατο μισθό

Δεύτερη κατηγορία εργαζομένων:   Όσοι εργαζόμενοι εργάζονται με Συλλογική Σύμβαση που βρίσκεται σε ισχύ. Σε αυτή την περίπτωση ισχύουν οι όροι της Συλλογικής Σύμβασης που δεν μπορεί να είναι χαμηλότεροι από τον πίνακα 1. Είναι η μοναδική περίπτωση που δεν υπάρχει ο περιορισμός του ανώτατου ορίου αμοιβής των 3 τριετιών. Αυτός είναι ακόμα ένας λόγος που κάνει επιτακτική την ανάγκη σύναψης Κλαδικών Συμβάσεων Εργασίας.

Τρίτη κατηγορία εργαζομένων:   Αφορά εργαζόμενους που έχουν  προσληφθεί με όρους Συλλογικής Σύμβασης, η διάρκεια της οποίας έχει λήξει (π.χ. πρόσληψη σε Ιδιωτική Κλινική πριν το 2016 που είχαμε την τελευταία Κλαδική Σύμβαση). Σε αυτή την περίπτωση οι αποδοχές παραμένουν ως είχαν με τη λήξη της Σύμβασης, με την προϋπόθεση να μην είναι χαμηλότερες από τον πίνακα 1.